πτωματικός

πτωματικός
cadavérique

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • πτωματικός — ή, ό / πτωματικός, ή, όν, ΝΑ [πτῶμα, ατος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πτώμα («πτωματική ακαμψία») αρχ. 1. ο επιληπτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πτωματικά τα φαινόμενα τής επιληψίας, ο σεληνιασμός …   Dictionary of Greek

  • πτωματικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει σε πτώμα: Πτωματική ακαμψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτωματικούς — πτωματικός subject to epilepsy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”